υπερανάβασις

υπερανάβασις
-άσεως, ἡ, Α [ὑπεραναβαίνω]
η απόλυτη υπεροχή, το να είναι κάτι πολύ πιο πάνω από κάτι άλλο («τῆς τῶν ἀγγέλων ἀξίας τὸ μέγεθος καὶ τῆν ὑπερανάβασιν...», Χρύσ. Ιεροσ.)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”